- παρακώλυση
- ηπαρεμπόδιση: Η παρακώλυση του έργου της επιτροπής είναι σκόπιμη παρελκυστική τακτική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρακώλυση — η η ενέργεια τού παρακωλύω, η παρεμβολή κωλύματος, εμποδίου στην πραγματοποίηση ενός έργου ή σχεδίου, παρεμπόδιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακωλύω. Η λ., στον λόγιο τ. παρακώλυσις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Αιών] … Dictionary of Greek
αναχαίτιση — η (Α ἀναχαίτισις) παρακώλυση, ανακοπή, συγκράτηση, σταμάτημα … Dictionary of Greek
απεργία — Μέσο συνδικαλιστικού διεκδικητικού αγώνα. Πρόκειται για πρόσκαιρη εγκατάλειψη της εργασίας, κατά τρόπο ομαδικό από μέρους των εργαζομένων, με σκοπό την προστασία των επαγγελματικών τους συμφερόντων. Κατά το πρώτο μισό του 19ου αι., η συλλογική… … Dictionary of Greek
δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… … Dictionary of Greek
εμποδιστικός — ή, ό (Α ἐμποδιστικός, ή, όν) 1. αυτός που φέρει ή προκαλεί εμπόδια, που είναι εμπόδιο, που γίνεται για παρακώλυση, κωλυσιεργός 2. ο απαγορευτικός … Dictionary of Greek
εμπόδιση — και μπόδιση, η (Α ἐμπόδισις) η ενέργεια τού εμποδίζω, η παρακώλυση, η παρεμπόδιση, το εμπόδιο νεοελλ. ναυτ. η μη εκτέλεση δρομολογίου από ένα πλοίο λόγω ανωτέρας βίας … Dictionary of Greek
επιπρόσθηση — η (AM ἐπιπρόσθησις) [επιπροσθώ] 1. παρεμβολή μεταξύ άλλων, παρεμπόδιση, παρακώλυση 2. επικάλυψη, επισκίαση μσν. επιπλέον προσθήκη αρχ. (για πράγμ.) αυτό που χρησιμεύει για απόκρυψη, για κάλυψη … Dictionary of Greek
ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… … Dictionary of Greek
κοινόχρηστα — Τα πράγματα που χρησιμοποιούνται από πολλούς, που είναι κοινής χρήσης· χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μηνιαία βάση από τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας αναλογικά και χρησιμοποιείται για την πληρωμή των κοινών εξόδων. (Νομ.) Σύμφωνα με τον… … Dictionary of Greek
λιθίαση — η (AM λιθίασις, εως Α ιων. γεν. ιος) [λιθιώ] νεοελλ. ιατρ. ο σχηματισμός λίθων σε διάφορα κοίλα όργανα τού σώματος μσν. αρχ. νόσος τής ουροδόχου κύστεως κατά την οποία σχηματίζεται πέτρα, με αποτέλεσμα την παρακώλυση τής έκκρισης ούρων αρχ.… … Dictionary of Greek